- Κοκκίνης
- Οικισμός (14 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου του νομού Ευβοίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκίνης — κόκκινος scarlet fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοκκίνης, Εμμανουήλ — Οπλαρχηγός από την Κρήτη. Συμμετείχε στις επαναστάσεις του 1866, του 1878, του 1889 και του 1896. Σκοτώθηκε στη διάρκεια της τελευταίας … Dictionary of Greek
Κοκκίνης, Μιχαήλ — Αγωνιστής του 1821 από τη Χίο. Πριν από την Επανάσταση ασκούσε το επάγγελμα του μηχανικού. Συμμετείχε ενεργά στην άμυνα του Μεσολογγίου· σε αυτόν, μάλιστα, οφειλόταν η ανέγερση των οχυρωματικών έργων της πόλης. Σκοτώθηκε κατά την Έξοδο,… … Dictionary of Greek
Κοκκίνης, Σπύρος — (Χαλκίδα 1928 –). Βιβλιοθηκονόμος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και βιβλιοθηκονομία και σταδιοδρόμησε ως προϊστάμενος των βιβλιοθηκών της Χαλκίδας (1957 64), του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1965 67), του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1968… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Alexandros Papadiamandis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch … Deutsch Wikipedia
Alexandros Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten … Deutsch Wikipedia
Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch … Deutsch Wikipedia
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού … Dictionary of Greek